-
1 σαγή
σᾰγή, ἡ, a man'sA pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκεία σαγῇ, i.e. carrying his own baggage, etc., A.Ch. 675; scrip, wallet, knapsack, Ion Trag.7: then, generally, harness, furniture, equipment,παντελῆ σαγὴν ἔχων A.Ch. 560
, cf. E.Rh. 207; τοξήρης ς. Id.HF 188; esp. armour, harness, S.Fr. 1092 (prob.), cf. Ar.Fr. 848, Men.1061, LXX 2 Ma.3.25; also in pl.,φεράσπιδες σαγαί A.Pers. 240
(troch.), cf. Th. 125 (lyr.), 391.
См. также в других словарях:
σαγή — η, ΝΑ νεοελλ. το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση αρχ. 1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek